τετραπτερος

τετραπτερος
    τετράπτερος
    τετρά-πτερος
    2
    четверокрылый Soph., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τετραπτερος" в других словарях:

  • τετράπτερος — η, ο / τετράπτερος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες («τετράπτεροι σφηκοί», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. δί πτερος] …   Dictionary of Greek

  • τετράπτερον — τετράπτερος four winged masc/fem acc sg τετράπτερος four winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραπτέρους — τετράπτερος four winged masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράπτερα — τετράπτερος four winged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράπτεροι — τετράπτερος four winged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετράπτιλος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες, τετράπτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πτίλον «φτερούγα, πούπουλο»] …   Dictionary of Greek

  • τετραπτερυλλίς — ίδος, ἡ, Α (για ένα είδος ακρίδας) αυτή που έχει τέσσερα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπτερος + επίθημα υλλίς (πρβλ. ἀκανθ υλλίς)] …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • ՉՈՐԵՔԹԵՒԵԱՆ — ( ) NBH 2 0578 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. τετραπτέρος quatuor alis praeditus. Որոյ իցեն չորք թեւք կամ բազուկք. չորս թեւով. ... *Մարդիկ երկթեւեանս ծնանել, եւ զայլս չորեքթեւեան, եւ երկդիմիս. Եւս. քր. ՟Ա: *Եզեկիէլ յաւելու… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»